Νέα γραφείου

1)  ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥ- ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΚΡΑΤΗΣΕΩΣ- ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΕΘΝΙΚΗΣ  ΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ-ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ-ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ-ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

          Με την από 06/02/2014 και με αριθμό πρωτ. 378560 11-γ απόφαση του Αρμόδιου Αξιωματικού της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης διατάχθηκε  η επιστροφή στη χώρα αλλοδαπού Αλβανού υπηκόου ο οποίος συνελήφθη προς επιστροφή την 03/02/2014 διότι εισήλθε στην Ελλάδα το 2002 από μη ελεγχόμενη συνοριακή διάβαση της Ελληνοαλβανικής μεθορίου χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις (λάθρα) χωρίς να υποστεί τον απαραίτητο αστυνομικό έλεγχο και διαμένει παράτυπα στη χώρα. Με την ανωτέρω απόφαση διατάχθηκε ι) η επιστροφή στη χώρα του αλλοδαπού, ιι) η συνέχιση της κράτησης του έως ότου ολοκληρωθούν οι διαδικασίες απομάκρυνσης (απέλασης) καθόσον υπάρχει κίνδυνος διαφυγής επειδή στερείται καταλύματος και μέσων διαβίωσης καθώς και ιιι) η εγγραφή του στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών και στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν μέχρι την 06/02/2019.

          Κατά της ανωτέρω απόφασης όσον αφορά το σκέλος της προσωρινής κράτησης ασκήθηκαν αντιρρήσεις ενώπιον του Προέδρου του Διοικητικού πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 74/2014 απόφαση του ΙΔ' Τμήματος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η οποία δέχτηκε τις αντιρρήσεις και διέταξε την άρση της κράτησης του αντιλέγοντος, στον οποίο και τάσσεται προθεσμία 30 ημερών προκειμένου να αποχωρήσει από τη χώρα.  

          Όσον αφορά το σκέλος της επιστροφής στη χώρα (απέλασης) και της εγγραφής στο Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών ασκήθηκε αίτησης ακύρωσης και αίτηση αναστολής με αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής. Επί του αιτήματος χορήγησης προσωρινής διαταγής εκδόθηκε η με αριθμό 93/2014 από 17/04/2014 προσωρινή διαταγή της Προέδρου του Β' Τμήματος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με την οποία διατάχθηκε η αναστολή εκτέλεσης  της απόφασης  εγγραφής του αλλοδαπού στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών. Η εν λόγω αναστολή επικυρώθηκε με την με αριθμό 378560/2-η απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης η οποία αποφάσισε να γίνει δεκτή η αίτηση διαγραφής από τον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών και το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν με το σκεπτικό ότι το γεγονός ότι οι λόγοι δημοσίου συμφέροντός που επιτάσσουν την εγγραφή στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών κάμπτονται για λόγους επιείκειας και με γνώμονα τις αρχές της χρηστής Διοίκησης και της αναλογικότητας διότι ο εν λόγω αλλοδαπός είναι κάτοχος βεβαίωσης κατάθεσης δικαιολογητικών για έκδοση Ε.Δ.Τ.Ο. ( Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς)  ως σύζυγος ομογενούς, είναι σύζυγος ομογενούς. Η βλάβη που θα προκληθεί στον αιτούντα από τη διατήρηση της εγγραφής του είναι ιδιαίτερα σοβαρή και  δυσανάλογα μεγαλύτερη από το προσδοκώμενο όφελος. Η χρηστή διοίκηση συγχωρεί  και δίνει ευκαιρίες ομαλής περαιτέρω κοινωνικής επανένταξης στη νομιμότητα και η Ελληνική έννομη τάξη έχει τις αντοχές και την πρόβλεψη για τυχόν μελλοντικές καταστάσεις υποτροπής.

Όσον αφορά την αίτηση ακύρωσης το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Τμήμα Β' με την με αριθμό 1467/2015 απόφαση του έκρινε " επειδή με τα δεδομένα αυτά εφόσον μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης α αιτών εφοδιάσθηκε με θεώρηση εισόδου δυνάμει της οποίας εισήλθε στη χώρα και υπέβαλε αίτηση για την έκδοση άδειας διαμονής ενιαίου τύπου για την οποία του χορηγήθηκε βεβαίωση του Τμήματος Αλλοδαπών Ανατολικής Θεσσαλονίκης, ισχύος έως 16/04/2015, η οποία βρίσκεται σε ισχύ κατά το χρόνο συζήτησης της υποθέσεως και η οποία αποτελεί τίτλο νόμιμης διαμονής στη χώρα έστω και προσωρινής ισχύος, η προσβαλλόμενη απόφαση επιστροφής έπαυσε πλέον να ισχύει. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Κηρύσσει καταργημένη τη δίκη. Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου."   

Το Δικηγορικό μας γραφείο πέτυχε την νομιμοποίηση του εν λόγω αλλοδαπού φέροντας εις πέρας όλες τις απαραίτητες διαδικασίες νομιμοποίησης τόσο ενώπιον των Διοικητικών Αρχών της χώρας όσο και ενώπιον των Αρμοδίων Διοικητικών Δικαστηρίων.

2) ΠΑΥΣΗ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΛΟΓΩ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ   ΕΚΚΡΕΜΕΙ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ Ε.Δ.Δ.Α.

          Με την από 21/12/2016 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας και Θράκης διατάχθηκε κατά δέσμια αρμοδιότητα η παύση ανωτάτου δημοσίου υπαλλήλου, η οποία επιδόθηκε την 22/12/2016 .Εν συνεχεία, κατατέθηκε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΑΚ 9/03-01-2017, αίτηση ακύρωσής, κατά της με αριθμό 707/21.12.2016 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας Θράκης καθώς και η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΑΝ2/03-01-2017 αίτηση αναστολής  με σωρευμένο αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής.

          Επί της ανωτέρω αιτήσεως αναστολής χορηγήθηκε από το Αρμόδιο Τμήμα του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης προσωρινή διαταγή διατάσσοντας την αναστολή εκτελέσεως της με αριθμό 707/21.12.2016 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας Θράκης μέχρι να επιληφθεί της αιτήσεως αναστολής το Αρμόδιο Δικαστήριο (Συμβούλιο της Επικρατείας).  Κατόπιν της έκδοσης της ως άνω προσωρινής διαταγής, κατατέθηκε από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και Θράκης, η από 27/01/2017 αίτηση ανάκλησης της χορηγηθείσας προσωρινής διαταγής, η οποία απορρίφθηκε επικυρώνοντας την χορηγηθείσα προσωρινή διαταγή. Εκδόθηκε δε, η από 27/01/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης Τμήμα Β’-Ακυρωτικής Διαδικασίας, η οποία ρητά όριζε ότι «κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο και παραπέμπει την[….] αίτηση ακυρώσεως καθώς και τη συναφή υπ' αριθμ. […..] αίτηση αναστολής εκτελέσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας (Γ' Τμήμα). »,  διατηρώντας σε ισχύ την χορηγηθείσα προσωρινή διαταγή. Η ως  άνω προσωρινή διαταγή κοινοποιήθηκε στο Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης και ο φάκελος της υπόθεσης απεστάλη ενδοϋπηρεσιακά από την Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης ενώπιον του Γ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

           Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας με πράξη του εισήγαγε την ως άνω αίτηση, που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Τμήματος, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ.2, εδ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989 και το άρθρο 34 του ν. 3772/2009 λόγω σπουδαιότητάς της, ορίζοντας δικάσιμο την 02/06/2017.

Αυξημένη βαρύτητα παρουσιάζει το γεγονός, ότι προτού ο φάκελος της υπόθεσης αποσταλεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και κατόπιν της χορήγησης της ως άνω προσωρινής διαταγής από το αρμόδιο Τμήμα του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, η Διοίκηση αρνήθηκε την συμμόρφωσή της προς το διατακτικό της χορηγηθείσας προσωρινής διαταγής. Κατόπιν των ανωτέρω, προέβην στην αποστολή της από 09/02/2017 Εξώδικης Δήλωσης-Γνωστοποίησης, , προς το εκδόν την προσβαλλόμενη διοικητικό όργανο, καλώντας το όπως προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, όπως αυτές ορίστηκαν στην από 27/01/2017 προσωρινή διαταγή του Β’ Τμήματος Ακυρωτικής Διαδικασίας του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία προγενεστέρως του είχε νόμιμα και εμπρόθεσμα κοινοποιηθεί.

Επί των ως άνω εκκλήσεων για συμμόρφωση προς την εκδοθείσα προσωρινή διαταγή, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και Θράκης, εκώφευσε. Πιο συγκεκριμένα, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 7653/07-02-2017 έγγραφό της, η Διοίκηση, δια του ασκούντος καθήκοντα Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης, επικαλέστηκε το υπ’ αριθμ. 230-181/3-2-2016 έγγραφο του Προϊσταμένου του Γραφείου Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Με την ως άνω επιστολή της η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας Θράκης προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της χορηγηθείσας προσωρινής διαταγής του Β' Ακυρωτικού Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, καταλήγοντας στο αυθαίρετο και ανεδαφικό συμπέρασμα ότι «η αίτηση ακύρωσης και η αίτηση αναστολής του................................ κατά της ως άνω απόφασης, εκκρεμούν ήδη στο Συμβούλιο της Επικρατείας με αύξοντα αριθμό δικογραφίας Ε276 και ημερομηνία καταχώρησης την 02/02/2017 για την αίτηση ακύρωσης και ΕΑ14 με ημερομηνία καταχώρησης για την αίτηση αναστολής. Επομένως, αφού το Δικαστήριο έχει επιληφθεί των ανωτέρω δύο υποθέσεων ως αποκλειστικώς αρμόδιο για την εκδίκαση τους, παύει να παράγει οιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα η δοθείσα από 26.1.2017 προσωρινή διαταγή του Β' Ακυρωτικού Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.» 

Δεδομένης της άρνησης της Διοίκησης να προβεί σε συμμόρφωση προς την ως άνω προσωρινή διαταγή, προέβην την 24/02/2017 στην κατάθεση της με αριθμ. καταχώρησης ΑΔ4/24-2-2017 αίτησης ενώπιον του Β’ Ακυρωτικού Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης «Περί την ερμηνεία της από 27/01/2017 χορηγηθείσας προσωρινής διαταγής του Προέδρου του Β’ Ακυρωτικού Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης», κατ’ εφαρμογή του άρθρου 109 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Επί της ως άνω αιτήσεώς εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 137/2017 απόφαση του Προέδρου του Β’ Ακυρωτικού Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία όριζε τα εξής : «Επειδή, όπως σαφώς προκύπτει από την με ημερομηνία 26-1-2017 προσωρινή διαταγή με αυτήν διατάσσεται η αναστολή εκτελέσεως της υπ’ αριθμ. 707/21-12-2016 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέως της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης μέχρι να επιληφθεί, δηλαδή να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναστολής, το Αρμόδιο Δικαστήριο (Συμβούλιο της Επικρατείας)». Και συνεχίζει : «Δέχεται την αίτηση. Αποφαίνεται ως προς την διάρκεια της χορηγηθείσης αναστολής εκτελέσεως της υπ’ αριθμ. 707/21-12-2016 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέως της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης, ότι αυτή εξικνείται έως ότου αποφανθεί επί της αιτήσεως αναστολής, το Αρμόδιο Δικαστήριο (Συμβούλιο της Επικρατείας).». Η ως άνω απόφαση επιδόθηκε στο καθ’ ου η αίτηση διοικητικό όργανο,

Η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 869/2018 απόφαση της απέρριψε την αίτηση ακύρωσης κρίνοντας ότι από τις διατάξεις της από 24.12.1990 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου «Περί Μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών» που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 1920/1991, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 1 περ. α΄ του ήδη ισχύοντος κώδικα κατάστασης δημοσίων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων και υπαλλήλων ν.π.δ.δ. (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007), προκύπτει ότι ο Μουφτής ή ο Τοποτηρητής Μουφτείας παύονται από τα καθήκοντά τους σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης για κάποια από τα προβλεπόμενα αδικήματα, που αποτελεί και κώλυμα διορισμού στις θέσεις αυτές – Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται την άσκηση των καθηκόντων Μουφτή ή Τοποτηρητή Μουφτείας από πρόσωπα που θεωρεί (κατά την, κατ’ αρχήν, ανέλεγκτη δικαστικά κρίση του) ότι, λόγω της αμετάκλητης καταδίκης τους για τα συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ηθική υπόσταση και το απαιτούμενο κύρος και δεν μπορούν να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στο πρόσωπό τους για την άσκηση των προβλεπόμενων στον νόμο καθηκόντων τους, που περιλαμβάνουν μάλιστα, πλην των θρησκευτικών, και δικαιοδοτικά καθήκοντα ως προς ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου των Ελλήνων μουσουλμάνων της περιφέρειάς τους – Συνεπώς, η ρύθμιση αυτή σκοπεί στην ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των Μουφτειών ως δημοσίων υπηρεσιών, με την άσκηση των αναφερθέντων καθηκόντων από πρόσωπα που διαθέτουν τα κατάλληλα ηθικά προσόντα, συνάπτεται άμεσα με το αντικείμενο και τον χαρακτήρα του σχετικού δημόσιου λειτουργήματος και δεν είναι, ως εκ τούτου, προδήλως απρόσφορη ή μη αναγκαία για την επίτευξη του προεκτεθέντος σκοπού δημοσίου συμφέροντος ούτε υπερακοντίζει -και μάλιστα προδήλως- τον σκοπό αυτό και, άρα, κείται εντός του περιθωρίου εκτιμήσεως του νομοθέτη, δεν παραβιάζει δε την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παράγραφος 1 εδάφιο τέταρτο Σ.) ή άλλη συνταγματική διάταξη ή αρχή
(Β) Δεδομένου ότι η διάταξη της περ. α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του κώδικα κατάστασης δημοσίων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων και υπαλλήλων ν.π.δ.δ. που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007 αναφέρει ορισμένα ποινικά αδικήματα, χωρίς να προσδιορίζει συγκεκριμένα άρθρα του ποινικού κώδικα ή διατάξεις άλλων ποινικών νόμων, ως απάτη νοείται και η κατ’ άρθρο τέταρτο του ν. 2803/2000 απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αφού η εν λόγω διάταξη του άρθρου 8 του κώδικα δεν κάνει σχετική διάκριση, ενώ δεν υφίσταται λόγος σχετικής διαφοροποιήσεως από την άποψη του προαναφερθέντος δημοσίου συμφέροντος σκοπού – Επίσης η προβλεπόμενη παύση Μουφτή ή Τοποτηρητή Μουφτείας λόγω αμετάκλητης καταδίκης σε ένα από τα μνημονευόμενα αδικήματα στην περ. α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του αναφερθέντος κώδικα κατάστασης δημοσίων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων και υπαλλήλων ν.π.δ.δ. (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται n απάτη) δεν περιορίζεται στον φυσικό αυτουργό, αλλά καταλαμβάνει και τον συμμέτοχο, ανεξαρτήτως της μορφής συμμετοχής του στο αδίκημα, διότι η σχετική διάταξη δεν διακρίνει και καταλαμβάνει, συνεπώς, (την αυτουργία καθώς και) τις προβλεπόμενες στον ποινικό κώδικα μορφές συμμετοχής και διότι ο συμμέτοχος καταδικάζεται για το ίδιο αδίκημα, ενώ η διοικητικής φύσεως σχετική διάταξη προβλέπει την παύση σε περίπτωση καταδίκης για τα οριζόμενα αδικήματα σε ποινή αδιακρίτως, δηλαδή ακόμα και σε ελαττωμένη – Επί πλέον η ανάγκη προστασίας του προαναφερθέντος δημοσίου συμφέροντος υφίσταται και στην περίπτωση της καταδίκης για απλή συνέργεια σε κάποιο από τα οριζόμενα αδικήματα, τα οποία ο νομοθέτης θεωρεί σοβαρά και μη αρμόζοντα στην ιδιότητα του Μουφτή ή του Τοποτηρητή Μουφτείας, αφού η απαξία των εν λόγω αδικημάτων, τα οποία δικαιολογούν την παύση, δεν απομειούται στην περίπτωση του απλού συνεργού, ο οποίος παρέχει με πρόθεση συνδρομή στον δράστη άδικης πράξεως, η πράξη του δε είναι καθ’ εαυτή επικίνδυνη για συγκεκριμένο έννομο αγαθό – Περαιτέρω, δεδομένου ότι στην προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 2 της κυρωθείσας από 24.12.1990 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου τίθεται ως μόνη προϋπόθεση η αμετάκλητη καταδίκη για τα συγκεκριμένα προβλεπόμενα αδικήματα, χωρίς οιαδήποτε διάκριση, ο Μουφτής ή ο Τοποτηρητής Μουφτείας παύεται όχι μόνο επί τετελεσμένου αδικήματος αλλά και επί απόπειρας τελέσεώς του κατά το άρθρο 42 του ποινικού κώδικα, δεδομένου, άλλωστε, ότι η απαξία των οριζόμενων αδικημάτων υφίσταται και επί απόπειρας, η οποία εμπεριέχει τα στοιχεία του δόλου και την αρχή τελέσεως του εγκλήματος, αφού μάλιστα η μη ολοκλήρωση της αντικειμενικής του υποστάσεως μπορεί να οφείλεται σε γεγονότα ανεξάρτητα από την βούληση του δράστη, ενώ η ανάγκη προστασίας του προμνησθέντος δημοσίου συμφέροντος υφίσταται και στην περίπτωση απόπειρας τελέσεως των σχετικών αδικημάτων (βλ. ΣτΕ 3361/2010) – Τέλος, σύμφωνα με τις ειδικές και ρητές προπαρατεθείσες διοικητικής φύσεως διατάξεις της κυρωθείσας από 24.12.1990 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου (όπως και του κώδικα κατάστασης δημοσίων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων και υπαλλήλων ν.π.δ.δ.), για την εν λόγω παύση δεν ασκεί επιρροή η αναστολή εκτελέσεως της ποινής, η οποία έχει τυχόν αποφασισθεί από το ποινικό δικαστήριο βάσει των διατάξεων του ποινικού κώδικα καθώς και η επιτυχής ή όχι πάροδος του χρόνου της αναστολής 

Κατά της ανωτέρω απόφασης ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για . Α) ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΠΑΡ. 3 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης  κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ.2 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 6 παρ.3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και επιβάλλει την προηγούμενη ακρόαση ως ουσιώδη τύπο της διοικητικής πράξης. Αποτελεί παράλληλα, ατομικό δικαίωμα αλλά και θεμελιώδη κανόνα της διοικητικής διαδικασίας.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ήρθε αντιμέτωπο με παρόμοια ζητήματα, όπως στην περίπτωση όπου έκρινε ανεπαρκή τον έλεγχο που άσκησε το αυστριακό διοικητικό δικαστήριο σε διοικητική πράξη απόλυσης εργαζομένου, όπου αρκέστηκε στην έρευνα «εάν οι διοικητικές αρχές έκαναν χρήση της διακριτικής τους ευχέρειας, σύμφωνα με το σκοπό του εθνικού νόμου» (Obermeier, 179/190), χωρίς να εξετάσει την αναγκαιότητα λήψης στου προκείμενου μέτρου. Ωστόσο, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι ούτως πράττοντας, καθίσταται κατ’ ουσίαν κενό περιεχομένου το δικαίωμα δικαστικής προστασίας που εγγυάται το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Ομοίως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προέβη σε μια αρνητική οριοθέτηση του δικαστικού ελέγχου πλήρους δικαιοδοσίας στην υπόθεση Albert et Compte , όπου έκρινε ανεπαρκή τον έλεγχο του βελγικού Αρείου Πάγου επί των πειθαρχικών αποφάσεων, στο μέτρο που αυτός, ως αναιρετικός έλεγχος περιορίζεται σε έλεγχο της ορθής εφαρμογής του νόμου. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος που αποκλείει οποιαδήποτε αξιολόγηση του πραγματικού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτει τις δικονομικές απαιτήσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Βαρύνουσα σημασία διαθέτει η άποψη που έχει διατυπωθεί σύμφωνα με την οποία κριτήριο οφείλει να αποτελεί η φύση της ασκούμενης δραστηριότητας από τη Διοίκηση. Έτσι, στην περίπτωση δέσμιας διοικητικής αρμοδιότητας για τη λήψη ενός διοικητικού μέτρου υποστηρίζεται ότι η αρμόδια δικαστική αρχή πρέπει να διαθέτει την εξουσία να αντικαθιστά το κρινόμενο αυτό μέτρο με τη δική της απόφαση, η οποία θα στηρίζεται σε ίδια αξιολόγηση πραγματικών και νομικών δεδομένων.

          Ούτως, κρίνοντας η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας περιορίστηκε στην διαπίστωση της έκδοσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης κατά δέσμια αρμοδιότητα, δίχως να προβεί σε αξιολόγηση των πραγματικών και νομικών δεδομένων της υπό κρίση περίπτωσης. Ωστόσο, ο περιορισμένος και ανεπαρκής έλεγχος στον οποίο προέβη το ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Χώρας, δεν καλύπτει τις δικονομικές απαιτήσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, αφού αφενός καταστρατηγείται το δικαίωμα της ακρόασης του διοικουμένου πριν την έκδοση της δυσμενούς ατομικής διοικητικής πράξης, αφετέρου δε, το στάδιο που ακολουθεί την διοικητική διαδικασία δεν συνίσταται σε δικαστικό όργανο πλήρους δικαιοδοσίας, όπως αποδείχθηκε στην πράξη, παρά σε δικαστικό όργανο που αρκείται σε διαπιστωτικούς ελέγχους.

 

Β) ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 14 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 7 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προβλέπεται ότι : «Η χρήση των αναγνωριζόμενων στην παρούσα Σύμβαση δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλίζεται ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, περιουσία, γέννηση ή άλλη κατάσταση».

Η καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια είτε την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά μεταξύ τους κριτήρια. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία και συγκεκριμένα η διάταξη του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ τελώντας σε σχέση επικουρικότητας προς την ως άνω διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος, στοχεύει στην εξασφάλιση ισότιμων και δίκαιων ευκαιριών πρόσβασης στην κοινωνία και ειδικότερα στον εργασιακό χώρο σε όλα τα άτομα. Ο διττός της ρόλος συνίσταται αφενός στο να προβλέπει ότι τα πρόσωπα που βρίσκονται σε όμοιες καταστάσεις πρέπει να τυγχάνουν όμοιας μεταχείρισης και αφετέρου να μην υφίστανται δυσμενέστερη μεταχείριση λόγω κάποιου ιδιαίτερου «προστατευόμενου» χαρακτηριστικού το οποίο διαθέτουν. Αυτές είναι οι άμεσες διακρίσεις, που υπόκεινται σε ένα γενικό κριτήριο αντικειμενικής αξιολόγησης. Πιο συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι διαφορετική μεταχείριση ατόμων που βρίσκονται σε σχετικά όμοιες καταστάσεις μπορεί να θεωρηθεί διάκριση εάν στερείται αντικειμενικής και εύλογης αιτιολογίας, με άλλα λόγια εάν δεν επιδιώκει την επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού ή εάν δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται να επιτευχθεί. Η νομοθεσία κατά των διακρίσεων προβλέπει ότι τα πρόσωπα που βρίσκονται σε διαφορετικές καταστάσεις πρέπει να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης στο βαθμό που αυτό απαιτείται προκειμένου να τους επιτρέπεται η αξιοποίηση συγκεκριμένων ευκαιριών σε ισότιμη βάση με άλλα πρόσωπα. Ως εκ τούτου, κατά την εφαρμογή συγκεκριμένων πρακτικών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ίδια ακριβώς προστατευόμενα χαρακτηριστικά. Αυτές είναι οι έμμεσες διακρίσεις, που υπόκεινται και αυτές σε ένα κριτήριο αντικειμενικής αξιολόγησης.

Σε σχετική υπόθεση, που αφορούσε κώλυμα προσώπου για κατάληψη δημόσιας θέσης εξαιτίας προγενέστερης καταδίκης σε ποινικό αδίκημα (Thlimmenos v. Greece, 34369/2000), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι: «το δικαίωμα της μη διάκρισης κατά την απόλαυση δικαιωμάτων που κατοχυρώνεται από την Συνθήκη παραβιάζετο όχι μόνο όταν τα Κράτη μεταχειρίζονταν διαφορετικά πρόσωπα σε ανάλογες καταστάσεις χωρίς να παρέχουν αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση, αλλά επίσης όταν Κράτη, χωρίς αντικειμενική και εύλογη αιτιολογία, αδυνατούσαν να μεταχειριστούν διαφορετικά πρόσωπα των οποίων οι καταστάσεις ήταν διαφορετικές».

Εν κατακλείδι, η πρόβλεψη της καταδίκης για συγκεκριμένα εγκλήματα ως κωλύματα για την κατάληψη θέσεως δημοσίου υπαλλήλου αλλά και ως λόγων αυτοδίκαιης έκπτωσης από τέτοια θέση, συνιστά περιορισμό του συνταγματικού δικαιώματος πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις αλλά και διατήρησης της θέσης του δημοσίου υπαλλήλου, και ως εκ τούτου οι σχετικές διατάξεις που προβλέπουν τέτοιους περιορισμούς πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Η πρόβλεψη σε διάταξη νόμου ότι η αμετάκλητη καταδίκη για συγκεκριμένα εγκλήματα συνιστά κώλυμα κατάληψης θέσης δημοσίου υπαλλήλου ή λόγο αυτοδίκαιης έκπτωσης από κάποια θέση, δεν είναι επιτρεπτή η επέκταση ερμηνευτικά του κωλύματος ή του λόγου έκπτωσης και σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης για άλλο έγκλημα, έστω και εννοιολογικά συγγενές με εκείνο που προβλέπεται στο νόμο.

 

3) ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ ΣΕ ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΙΑ  ΛΗΨΗ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ  ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ-ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΖΑΝΗΣ

 

 Την 18/10/2013 η αρμόδια Φορολογική Αρχή εξέδωσε έκθεση ελέγχου καταλογίζοντας στους εντολείς μας, μέλη ομόρρυθμης εταιρίας με εργολαβικό αντικείμενο εργασιών, την λήψη δύο εικονικών φορολογικών στοιχείων ως προς τη συναλλαγή συνολικής καθαρής αξίας 75.000,00 για το διαχειριστικό έτος 2009. Βάσει της ως άνω έκθεσης ελέγχου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., η εικονικότητα των τιμολογίων προέκυπτε από το γεγονός ότι η αντισυμβαλλόμενη των εντολέων μας επιχείρηση/εκδότρια των τιμολογίων δεν είχε στην κατοχή της μηχανήματα για την διεκπεραίωση του έργου, δεν δήλωσε σύμβαση μίσθωσης μηχανημάτων ή αυτοκινήτων και τέλος επειδή η εκδότρια επιχείρηση ενώ δεν δηλώθηκε από κανένα προμηθευτή ταυτόχρονα προέβη στην έκδοση τιμολογίων συνολικής αξίας 165.000 ευρώ.

Κατόπιν αυτών των διαπιστώσεων η αρμόδια φορολογική αρχή προέβη στις προβλεπόμενες διαδικασίες εκδίδοντας πράξεις προσδιορισμού Φ.Π.Α, πράξη επιβολής ειδικού πρόστιμου, απόφαση επιβολής προστίμου από την Αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία συνολικού ποσού 224.700,00 ευρώ. Κατά των ανωτέρω πράξεων επιβολής προστίμων συνολικού ποσού 224.700,00 ευρώ, το Δικηγορικό γραφείο Γεωργίου Παρασκευά προέβη άμεσα στην άσκηση των νόμιμων ενδίκων βοηθημάτων διασφαλίζοντας τα συμφέροντα των εντολέων μας. Ως εκ τούτου, ασκήθηκαν οι προβλεπόμενες εκ του νόμου διοικητικές προσφυγές ενώπιον του Αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου, με αποτέλεσμα να ανασταλεί η είσπραξη του 50% εκ του συνολικού προστίμου, ήτοι 112.350,00 ευρώ.

Εν συνεχεία, η αρμόδια Δ.Ο.Υ. προχώρησε στην έκδοση ταμειακών βεβαιώσεων για το υπόλοιπο του προστίμου, ήτοι 112.350,00 ευρώ.  Δεδομένου, τόσο του δυσθεώρητου ποσού των ταμειακών βεβαιώσεων και της συνεπακόλουθης αδυναμίας των εντολέων μας να το καταβάλλουν όσο  και κυρίως εξαιτίας του άμεσου και ορατού κινδύνου έναρξης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης και κατάσχεσης σε βάρος της κινητής και ακίνητης περιουσίας των πελατών μας προβήκαμε στην άσκηση αίτησης ενώπιον του Αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου περί την αναστολή εκτέλεσης κατ' εφαρμογή των άρθρων 200-202 ΚΔΔ.  Οι εν λόγω διατάξεις προβλέπουν ότι, στις περιπτώσεις όπου η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ή και η ίδια η άσκησή της δεν συνεπάγεται την άμεση αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης και των προστίμων που επιβλήθηκαν, δίνεται η δυνατότητα σε όποιον έχει ασκήσει προσφυγή, να καταθέσει σχετική αίτηση προκειμένου το Δικαστήριο με αιτιολογημένη απόφασή του να αναστείλει εν όλω ή εν μέρει την εκτέλεση.   

Στην προκείμενη περίπτωση, επί των αιτήσεων αναστολής και για το χρονικό διάστημα μέχρι τη συζήτηση και την έκδοση απόφασης επί αυτών, κατόπιν σχετικού αιτήματός μας, εκδόθηκε προσωρινή διαταγή με την οποία διατάχθηκε η αναστολή εκτέλεσης κατά το μέρος που συνεπάγεται τη λήψη μέτρων εκτέλεσης κατά των πρώτων κατοικιών των αιτούντων καθώς και των οχημάτων τους.

Στη συνέχεια επί των αιτήσεων αναστολής εκδόθηκε από το Αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο, απόφαση, η οποία κάνοντας δεκτό το αίτημα του πληρεξούσιου Δικηγόρου κύριου Γεώργιου Παρασκευά, απεφάνθη ως εξής   " το Δικαστήριο εκτιμώντας τα δεδομένα της κρινόμενης υπόθεσης, ιδίως δε την οικογενειακή κατάσταση, την περιουσία, το επάγγελμα, τα εισοδήματα, τις τρέχουσες πάγιες οικονομικές υποχρεώσεις των ομόρρυθμων εταίρων κρίνει ότι η βλάβη που θα προκληθεί στην αιτούσα και τους ομόρρυθμους εταίρους από τη λήψη κάποιων από τα αναφερόμενα στο άρθρο 202 παρ. 2 του ΚΔΔ μέτρα, παρίσταται ανεπανόρθωτη. Κατόπιν αυτών το Δικαστήριο σταθμίζοντας περαιτέρω, τη βλάβη αυτή προς το Δημόσιο συμφέρον κρίνει ότι η υπό κρίση αίτηση αναστολής πρέπει να γίνει δεκτή κατά το μέρος που συνεπάγεται τη λήψη ενός η περισσότερων μέτρων  εξαναγκασμού  κατά των πρώτων κατοικιών των αιτούντων καθώς και των οχημάτων τους έως την εκδίκαση των ασκηθέντων προσφυγών από το Αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο" (δικάσιμος των οποίων δεν έχει ακόμη ορισθεί)

Το Δικηγορικό μας γραφείο πέτυχε τόσο σε επίπεδο ασφαλιστικών μέτρων όσο και στα πλαίσια της εκδίκασης της σχετικής αίτησης αναστολής, την αναστολή εκτέλεσης  για την είσπραξη των ποσών κατά το μέρος που αυτή συνεπάγεται τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των πρώτων κατοικιών και των οχημάτων των αιτούντων, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίστηκε το ακατάσχετο των επαγγελματικών τραπεζικών λογαριασμών τους έως του ποσού των 1.500 ευρώ μηνιαίως για έκαστο εξ αυτών. Κατ’ αυτό τον τρόπο και αξιοποιώντας στο έπακρο τα δικονομικά μέσα, αποφεύχθηκε η προβλεπόμενη εκ του νόμου έναρξη της διαδικασίας κατάσχεσης και πλειστηριασμού και απετράπη ο κατακερματισμός της περιουσίας των εντολέων μας.

4) ΑΚΥΡΩΣΗ ΑΠΟΡΡΙΠΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΓΙΑ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕΤΑΤΑΞΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αίτηση ακύρωσης της σιωπηρής απόρριψης του 3154/05/30/2015 αιτήματος της αιτούσας υπαλλήλου του κλάδου ΥΕ Βοηθητικού υγειονομικού Προσωπικού του Ν.Π.Δ.Δ. Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών " Λαικό", για μετάταξη της σε κλάδο ΔΕ διοικητικών Γραμματέων, όπως εκδηλώθηκε με την10/14/05/2015 αρνητική γνωμοδότηση του Γ' Κ.Υ.Σ. της 1ης ΥΠΕ Αττικής .

Με την με αριθμό 1259/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών Τμήμα Ζ' Ακυρωτικός σχηματισμός κρίθηκε ότι ζητείται η ακύρωση της σιωπηρής απόρριψης του 3154/05/30/2015 αιτήματος της αιτούσας υπαλλήλου του κλάδου ΥΕ Βοηθητικού υγειονομικού Προσωπικού του Ν.Π.Δ.Δ. Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών " Λαικό", για μετάταξη της σε κλάδο ΔΕ διοικητικών Γραμματέων, όπως εκδηλώθηκε με την αριθμό 10 από 14/05/2015 αρνητική γνωμοδότηση του Γ' Κ.Υ.Σ. της 1ης ΥΠΕ Αττικής .

Επειδή η αιτούσα προβάλλει ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης είναι πλημμελής και ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αφού η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης η οποία προκύπτει από την αρνητική γνωμοδότηση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου είναι πλημμελής καθόσον το υπηρεσιακό Συμβούλιο δεν εξέτασε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 73 του ν. 3528/2007, την καταλληλότητα της αιτούσας για την άσκηση των καθηκόντων του κλάδου στον οποίο ζητεί να μεταταγεί και τις ανάγκες της υπηρεσίας. Εν όψει αυτών και δεδομένου ότι ούτε από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου συμπληρώνεται η πλημμελής ως άνω αιτιολογία η προσβαλλόμενη παρίσταται μη νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί. Δέχεται την κρινόμενη αίτηση. Ακυρώνει την σιωπηρή απόρριψη του 3154/05/03/2015 αιτήματος της αιτούσας υπαλλήλου του κλάδου ΥΕ Βοηθητικού υγειονομικού Προσωπικού του Ν.Π.Δ.Δ. Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών " Λαικό", για μετάταξη της σε ανώτερω κλάδο ΔΕ διοικητικών Γραμματέων. Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου να προβεί σε νέα κρίση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο σκεπτικό της παρούσας. Διατάσσει την απόδοση παραβόλου και καταδικάζει το Δημόσιο στη δικαστική δαπάνη της αιτούσας ποσού διακοσίων πενήντα έξι ευρώ.

Το Δικηγορικό μας γραφείο πέτυχε την  ακύρωση της σιωπηρής απόρριψης του 3154/05/30/2015 αιτήματος της αιτούσας υπαλλήλου του κλάδου ΥΕ Βοηθητικού υγειονομικού Προσωπικού του Ν.Π.Δ.Δ. Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών " Λαικό", για μετάταξη της σε κλάδο ΔΕ διοικητικών Γραμματέων, όπως εκδηλώθηκε με την10/14/05/2015 αρνητική γνωμοδότηση του Γ' Κ.Υ.Σ. της 1ης ΥΠΕ Αττικής  για πλημμελή αιτιολογία.

 

5) ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ ΣΕ ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΙΑ ΑΔΗΛΩΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ -ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

Το 2017 συστάθηκε η εντολέας μας ως ομόρρυθμη εταιρεία με έδρα τον Δήμο Ιωαννιτών. Σκοπός της εταιρείας- εντολέα μας είναι η παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών ζωικής παραγωγής, το λιανικό εμπόριο ειδών παντοπωλείου, το λιανικό εμπόριο γενικά, άλλες υπηρεσίες χρηματικής διαμεσολάβησης Π.Δ.Κ.Α. και εργασίες υπεργολαβίας στο πλαίσιο της διαδικασίας επεξεργασίας προϊόντων κρέατος και κρέατος πουλερικών.

Το 2019 διενεργήθηκε επιτόπιος έλεγχος σε όχημα ιδιοκτησίας της επιχείρησης, από κλιμάκιο ελεγκτών του Π.Ε.Κ.Α-Ε.Φ.Κ.Α Περιφέρειας  Κεντρικής Μακεδονίας, οι οποίοι ήλεγξαν την επιχείρηση κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους και συνέταξαν το σχετικό Δελτίο  Ελέγχου.

Βάσει του ανωτέρω Δελτίου Ελέγχου, συντάχθηκαν εις βάρος της εντολέα μας μια σειρά από Πράξεις Επιβολής Προστίμου (Π.Ε.Π) Τρίμηνης Ασφάλισης, καθώς και Πράξεις Επιβολής Προστίμου Υποτροπής του Π.Ε.Κ.Α -Ε.Φ.Κ.Α Περιφέρειας  Κεντρικής Μακεδονίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 Ν 4255/2014 (ΦΕΚ 89/Α’/11-4-2014) και την κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού εκδοθείσα υπ’ αριθμ. Φ11321/11115/802/2-6-2014 ΦΕΚ: 1551/Β’/12-6-2014 Υ.Α .

 

Με τις ως άνω Πράξεις Επιβολής Προστίμου επιβλήθηκαν εις βάρος της εντολέα μας συνολικά πρόστιμα ύψους 168.000 ευρώ λόγω της μη  αναγραφής στον πίνακα προσωπικού οκτώ εργαζομένων της, ήτοι ένα  συνολικά δυσβάσταχτο και εξωπραγματικό πρόστιμο το οποίο σε περίπτωση μη αναστολής του θα προκαλούσε ανεπανόρθωτο οικονομικό κλονισμό της επιχείρησης του αιτούντος.

 

Κατά των ως άνω πράξεων επιβολής προστίμου, το Δικηγορικό μας γραφείο άσκησε νομίμως και εμπροθέσμως Προσφυγή ενώπιον του Αρμόδιου Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, καθώς και Αίτηση Αναστολής με αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής. Επι της αιτήσεως αναστολής εκδόθηκε η με αριθμό 383/2019 απόφαση  του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τμήμα Δ')  η οποία ανέστειλε όλα τα επιβληθέντα πρόστιμα υποτροπής σε ποσοστό 50%, ήτοι έως το ποσό των 84.000 ευρώ, μέχρι τη δημοσίευση απόφασης επί της ασκηθείσας Προσφυγής.

 

Το Δικηγορικό μας Γραφείο πέτυχε, τόσο σε επίπεδο προσωρινής διαταγής, όσο και σε επίπεδο Αίτησης Αναστολής, την έκδοση απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία ανέστειλε όλα τα επιβληθέντα πρόστιμα υποτροπής σε ποσοστό 50%, ήτοι έως το ποσό των 84.000 ευρώ, μέχρι τη δημοσίευση απόφασης επί της Προσφυγής.

 

Τηλέφωνο: +30 2310 547146
Fax: +30 2310 547146
Θεσσαλονίκη, Τ.Κ. 54627
26ης Οκτωβρίου 8Α