Ν.3869/2010
Η επέλευση της οικονομικής κρίσης με τις γνωστές σε όλους μας συνέπειες στον εργασιακό και οικονομικό τομέα της χώρας είχε ως αποτέλεσμα να πληγεί ανεπανόρθωτα ένας τεράστιος αριθμός συμπολιτών μας, οι οποίοι δυστυχώς βρέθηκαν χωρίς δική τους ευθύνη σε απόλυτο οικονομικό αδιέξοδο.
Αναγνωρίζοντας την ως άνω δραματική κατάσταση και επιδιώκοντας την ανακούφιση όσων πολιτών είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, η Πολιτεία προχώρησε στην ψήφιση του νόμου 3869/2010 (όπως έχει σήμερα τροποποιηθεί, αρχικά με το ν. 4161/2013 και εν συνεχεία με το ν. 4336/2015), γνωστός και ως «Νόμος Κατσέλη» ο οποίος ρυθμίζει ζητήματα που αφορούν τη διαχείριση των οφειλών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών.
Με το νόμο αυτό παρέχεται η δυνατότητα σε πολίτες, φυσικά πρόσωπα, μη εμπόρους, οι οποίοι έχουν βρεθεί χωρίς δόλο σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, να απευθυνθούν ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων και να αιτηθούν τη ρύθμιση των δανειακών οφειλών τους (μείωση ποσού μηνιαίων δόσεων, μείωση συνολικής οφειλής, αύξηση χρόνου αποπληρωμής, προστασία περιουσίας κλπ).
Κατ’ αυτό τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα στον πολίτη που αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα και αδυνατεί να πληρώσει προσηκόντως τις δόσεις των δανείων του, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο καταγγελίας των σχετικών συμβάσεων, έκδοσης διαταγής πληρωμής εναντίον του, κατασχέσεων και πλειστηριασμών της περιουσίας του κ.α., να πάρει μια σημαντική οικονομική ανάσα και εφόσον υπαχθεί στη σχετική ρύθμιση να μπορέσει να προχωρήσει στην αποπληρωμή των οφειλών του με τρόπο βιώσιμο που να συνάδει με τις υφιστάμενες οικονομικές του δυνατότητες και την εν γένει κατάστασή του.
Προϋποθέσεις για να υπαχθεί ο
δανειολήπτης στον Ν.3869/2010
Οι βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να υπαχθεί κάποιος
στην προστασία του νόμου είναι οι εξής:
Να πρόκειται για φυσικό πρόσωπο χωρίς πτωχευτική ικανότητα, όχι εταιρεία ή γενικότερα νομικό πρόσωπο οποιασδήποτε μορφής, και να έχει περιέλθει “χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του”.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, δανειολήπτης θεωρείται και ο εγγυητής του δανείου ο οποίος δύναται να καταθέσει αίτηση και αυτοτελώς, ενώ ήδη πλέον στην εφαρμογή του Νόμου περιλαμβάνονται και οφειλές προς Δ.Ο.Υ., Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης αλλά και Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης. Σε κάθε περίπτωση όλες ανεξαιρέτως οι οφειλές πρέπει να έχουν γεννηθεί τουλάχιστον ένα έτος πριν από την κατάθεση της αίτησης.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι με την τελευταία τροποποίηση του ν.3869/2010, ο νομοθέτης για πρώτη φορά προέβλεψε ότι το δικαστήριοδύναται να διατάξει την ολική διαγραφή του χρέους, εφόσον οι συνολικές οφειλές δεν ξεπερνούν το ποσό των 20.000 ευρώ και πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις : ο αιτών δεν διαθέτει α) ακίνητη περιουσία, β) εισόδημα και γ) η κινητή του περιουσία δεν ξεπερνά τα 1.000 ευρώ.
Ενέργειες πριν την κατάθεση της
αιτήσεως
Επανέρχεται, με την μορφή πλέον της δυνατότητας και όχι υποχρέωσης, η
διαδικασία προδικαστικού συμβιβασμού. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο αιτών μπορεί
αλλά δεν υποχρεούται να επιλέξει προτού κινηθεί δικαστικά με την κατάθεση
αίτησης να ζητήσει εξωδικαστικά, μέσω διαμεσολάβησης, από τους πιστωτές του να
έλθουν σε συμβιβασμό.
Ο οφειλέτης προκειμένου να καταθέσει την αίτηση του στο Ειρηνοδικείο και στα πλαίσια σύστασης του φακέλου του αιτείται από τα πιστωτικά ιδρύματα αναλυτικές καταστάσεις οφειλών. Αυτές χορηγούνται υποχρεωτικά εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αίτησης, χωρίς επιβάρυνση του δανειολήπτη. Μάλιστα σε περίπτωση που η τράπεζα υπερβεί το 10ήμερο ή το πέραν αυτού εύλογο χρονικό διάστημα προβλέπεται η υποβολή σχετικής καταγγελίας στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή και ακολούθως επιβολή προστίμου που ανέρχεται από πεντακόσια έως δέκα χιλιάδες ευρώ.
Κατάθεση αιτήσεως
Με την κατάθεση της αίτησης και των απαιτούμενων συνοδευτικών εγγράφων
διενεργείται έλεγχος και μόνον σε περίπτωση αυτός κριθεί πλήρης
ανοίγεται φάκελος και ο Ειρηνοδίκης ορίζει δυο ημερομηνίες: η πρώτη
χρονικά είναι η ημέρα επικύρωσης του εξωδικαστικού συμβιβασμού ή συζήτησης
αιτήματος προσωρινής διαταγής ενώ η δεύτερη η οριστική δικάσιμος της αίτησης.
Η αίτηση πρέπει να είναι σαφέστατη, ενδελεχής και ορισμένη αποφεύγοντας ασάφειες και ελλείψεις οι οποίες πιθανότατα θα στοιχήσουν στον εκάστοτε αιτούντα, ενώ ο φάκελος των εγγράφων οφείλει να είναι πλήρης.
Από την ημέρα κατάθεσης της αίτησης οι απαιτήσεις των ιδιωτών πιστωτών που είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα συνεχίζουν να εκτοκίζονται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως με επιτόκιο ενήμερης οφειλής. Οι λοιπές απαιτήσεις παύουν με την κοινοποίηση της αίτησης να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους.
Αναστολή καταδιωκτικών μέτρων
Αν κατά την πρώτη ημερομηνία δεν επέλθει συμβιβασμός και επικύρωση αυτού ο
Ειρηνοδίκης εξετάζει το αίτημα του οφειλέτη για την προστασία της περιουσίας
του και δύναται να διατάξει την αναστολή των εις βάρος του καταδιωκτικών μέτρων
υπό την προϋπόθεση καταβολής μηνιαίων δόσεων, το ύψος των οποίων και
ορίζει, προς τους πιστωτές που έχουν συμπεριληφθεί στην αίτηση.
Το κρίσιμο στοιχείο στον καθορισμό του ύψους μηνιαίων αυτών δόσεων είναι αφενός η εξασφάλιση της δυνατότητας κάλυψης των ευλόγων δαπανών διαβίωσης του αιτούντα και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, αφετέρου η κάλυψη του 10%, τουλάχιστον, των τελευταίων ενήμερων μηνιαίων καταβολών προς εξόφληση των δανειακών του υποχρεώσεων. Οι ανάγκες διαβίωσης υπολογίζονται βάσει της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας ενώ σε εξαιρετικές περιπτώσεις ως μηνιαίο ποσό καταβολής μπορεί να οριστεί το ποσό των 40 ευρώ ή και χαμηλότερο έως και μηδενικό.
Σε περίπτωση που ο οφειλέτης καθυστερεί υπαιτίως την καταβολή τριών και πλέον των ανωτέρω μηνιαίων δόσεων ο Ειρηνοδίκης μπορεί έπειτα από αίτημα ενός πιστωτή να διατάξει την ανάκληση της προσωρινής διαταγής, όπερ και σημαίνει ότι ο οφειλέτης βρίσκεται χωρίς προστασία.
Δικαστική ρύθμιση χρεών
Στην περίπτωση κατά την οποία ο Ειρηνοδίκης κάνει δεκτή την αίτηση του
δανειολήπτη έχει ουσιαστικά δύο εναλλακτικές:
α) Αν κρίνει πως τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή αφού αφαιρέσει το ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των ευλόγων δαπανών διαβίωσης του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, όπως αυτές υπολογίζονται κάθε χρόνο από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, διατάσσει την καταβολή μηνιαίως, για χρονικό διάστημα 3 ετών, του ποσού που απομένει με βάση τα περιουσιακά στοιχεία και τα πάσης φύσεως εισοδήματά του, για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών, συμμέτρως διανεμόμενου.
β) Εφόσον υπάρχει περιουσία οι
επιλογές του Ειρηνοδίκη είναι πάλι δύο:
βα) Αν η περιουσία είναι ρευστοποιήσιμη ορίζει έναν εκκαθαριστή ο
οποίος θα διαχειριστεί την περιουσία του οφειλέτη στην διαδικασία εκποίησης, με
σκοπό την μεγιστοποίηση της απόδοσής της προς όφελος των δανειστών.
ββ) Από την ρευστοποίηση της περιουσίας μπορεί να εξαιρεθεί η κύρια κατοικία του δανειολήπτη, ή αναλογικά το μοναδικό του ακίνητο, εφόσον στο πρόσωπο του αιτούντα συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
1) το ακίνητο για το οποίο ζητείται
η προστασία να χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του,
2) το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα δεν υπερβαίνει τις εύλογες
δαπάνες διαβίωσης, όπως αυτές προσδιορίζονται ετησίως από την Ελληνική
Στατιστική Υπηρεσία, προσαυξημένες κατά εβδομήντα τοις εκατό (70%),
3) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης δεν υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα χιλιάδες (180.000) ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά σαράντα χιλιάδες ευρώ (40.000) ευρώ για τον έγγαμο οφειλέτη και κατά είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία (3) τέκνα και τέλος
4) ο οφειλέτης να είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης, βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών.
Η περίοδος αποπληρωμής δεν υπερβαίνει τα είκοσι (20) έτη εκτός αν η διάρκεια των συγκεκριμένων δανειακών συμβάσεων ήταν μεγαλύτερη, αλλά σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τριάντα πέντε (35) έτη.Επιπλέον εισάγεται η δυνατότητα υποβολής του δανειολήπτη αίτησης προς το Ελληνικό Δημόσιο για μερική κάλυψη του ποσού της μηνιαίας καταβολής του. Η συνεισφορά του Ελληνικού Δημοσίου πάντως δεν μπορεί να υπερβαίνει σε διάρκεια τα τρία (3) έτη.
Σε περίπτωση που ο οφειλέτης κατά την διάρκεια του σχεδίου διευθέτησης του χρέους καθυστερήσει υπαίτια την καταβολή τεσσάρων μηνιαίων δόσεων ετησίως, είτε διαδοχικών είτε συνολικά, δίδεται η δυνατότητα στους πιστωτές να καταγγείλουν την ρύθμιση ξεκινώντας διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος της περιουσίας του